DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject General (34563 entries)
dug-in position θέση σε χαράκωμα
dull μουντή
dull μουντό
dull μουντός
dull an acid αδρανοποίηση οξέος
duly established δεόντως διαπιστωμένο
Duma Δούμα
Duma Ρωσικό Κοινοβούλιο (Δούμα)
dumb anti-personnel mine μη αυτοκαταστρεφόμενη νάρκη κατά προσωπικού
dumdum διαστελλόμενο βλήμα
dumdum σφαίρα με κοίλη κεφαλή
dumdum σφαίρα ντουμ ντουμ
dummy υπόδειγμα έκδοσης μη εκτυπωμένο
Dummy Εικονικός
dummy banknote ομοιότυπο τραπεζογραμματίου
Dummy control section Eικονικό τμήμα ελέγχου
dummy element ομοίωμα στοιχείου πυρηνικού καυσίμου
dummy fuel element ομοίωμα στοιχείου πυρηνικού καυσίμου
dummy revolver περίστροφο που παράγει μόνο κρότο
dummy section Eικονικό τμήμα ελέγχου